Την άνοιξη του 2020, ζήσαμε παγκόσμια μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Για την αποφυγή της εξάπλωσης της πανδημίας covid-19, επιβλήθηκαν από τις κυβερνήσεις σκληρά μέτρα, όπως το γενικό lockdown, ο κατ’ οίκον περιορισμός, η απαγόρευση κυκλοφορίας. Οι καταστάσεις προέκυψαν πολύ γρήγορα και χρειάστηκε να προσαρμοστούμε στην αιφνίδια ανατροπή της καθημερινότητας, χωρίς ωστόσο να έχουμε προετοιμαστεί για αυτό.
Φάνηκε σαν, κάπως, να πατήσαμε μια “παύση” στους γοργούς ρυθμούς της καθημερινότητας, παρακολουθώντας τις εξελίξεις της πρωτοφανούς συνθήκης, γεμάτοι ερωτηματικά και αντιφατικά συναισθήματα. Ορισμένα εκ των ΜΜΕ στην προσπάθεια ενημέρωσης των εξελίξεων, αλλά και ευαισθητοποίησης του κοινού για την αναγκαιότητα του “εκούσιου” εγκλεισμού, δημιούργησαν αρκετές φορές ένα κλίμα πανικού, ενώ ταυτόχρονα βομβάρδιζαν το κοινό με προτάσεις για ευχάριστες δραστηριότητες στο σπίτι.
Πράγματι, πολλοί άνθρωποι αξιοποίησαν την “ευκαιρία ξεκούρασης” που επέφερε η συνθήκη της καραντίνας, πέρασαν χρόνο με την οικογένειά τους, διάβασαν τα αγαπημένα τους βιβλία, “ξεσκόνισαν” ένα παλιό χόμπι, έκαναν την ενδοσκόπησή τους, έπαιξαν με τα παιδιά τους, μαγείρεψαν τα αγαπημένα τους φαγητά. Στην πλειοψηφία του, ο πληθυσμός έδειξε σεβασμό στα αυστηρά μέτρα που διήρκησαν περίπου 2 μήνες. Ωστόσο, ο εγκλεισμός ήταν για πολλούς ψυχοφθόρος και οι συνέπειές του – ορατές, αλλά και έμμεσες – είχαν οδυνηρά αποτελέσματα σε πολλούς τομείς. Ο φόβος της ασθένειας, η απώλεια αγαπημένων προσώπων, ο φόβος και η μοναξιά των ηλικιωμένων ανθρώπων, η απώλεια εργασίας, οι οικονομικές απώλειες, η αύξηση κατανάλωσης αλκοόλ/ χρήσης ουσιών, οι δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις, η αύξηση περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας, είναι κάποια από τα προβλήματα που προέκυψαν.
Όταν το lockdown της άνοιξης βρισκόταν προ των πυλών, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, ανέθεσε στην επιστημονική κοινότητα να πραγματοποιήσει ταχεία βιβλιογραφική ανασκόπηση, σχετικά με τις ψυχολογικές επιπτώσεις του εγκλεισμού, με σκοπό την ορθότερη διαχείριση της κατάστασης. Τα αποτελέσματα βασίστηκαν, κυρίως, σε μελέτες ατόμων που είχαν νοσήσει στο παρελθόν από κάποιον ιο και χρειάστηκε να μπούνε σε καραντίνα.
Σύμφωνα με τις έρευνες αυτές, παρατηρήθηκαν συναισθήματα/συμπτώματα μετατραυματικού στρες, θυμού, θλίψης, άγχους, αίσθημα μοναξιάς και εγκατάλειψης, πλήξη, αίσθημα στιγματοποίησης (ακόμη και χρόνια μετά…). Παρατηρήθηκε, επίσης, πως άτομα που αντιμετώπιζαν ήδη ψυχολογικές δυσκολίες παρουσίαζαν άγχος και θυμό για μεγάλα χρονικά διαστήματα μετά την καραντίνα και ανέφεραν συναισθήματα απογοήτευσης , καθώς οι προσπάθειές τους για ενίσχυση των κοινωνικών τους δεξιοτήτων δυσκολεύτηκαν ακόμη περισσότερο.
Τα αποτελέσματα των ερευνών, δείχνουν πως όσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια της απομόνωσης, τόσο εκπίπτει η λειτουργικότητα των ατόμων και ο χρόνος επαναπροσαρμογής είναι περισσότερος. Επίσης, παράγοντες όπως η ανεπαρκής πληροφόρηση (για τη διάρκεια και τους σκοπούς της καραντίνας, τη φύση της ασθένειας, τις υπηρεσίες υποστήριξης κ.ά.), οι ανεπαρκείς προμήθειες και οι οικονομικές απώλειες, φαίνονται να εντείνουν το άγχος και την απόγνωση.
Στην Ελλάδα, η ανακοίνωση του δεύτερου lockdown μας βρήκε απροετοίμαστους και προετοιμασμένους μαζί. Οι ανησυχίες για την επαναφορά των σκληρών μέτρων επιβεβαιώθηκαν, με πολλές από τις “πληγές” του προηγούμενου lockdown να μην έχουν ακόμη επουλωθεί. Κάποια από τα συναισθήματα που παρατηρούνται είναι οργή, καθώς κυριαρχεί η σκέψη πως οι θυσίες της προηγούμενης καραντίνας δεν απέδωσαν, αβεβαιότητα για τη διάρκεια των περιοριστικών μέτρων και το μέλλον γενικότερα, φόβος της λοίμωξης καθώς τα κρούσματα και οι θάνατοι αυξήθηκαν, άγχος και ενοχή μην “κολλήσουμε” και μεταδώσουμε την ασθένεια, άγχος που προκαλείται από την αδυναμία ελέγχου της κατάστασης, ανασφάλεια σχετικά με τον βιοπορισμό και συναισθηματικό μούδιασμα/εξάντληση.
Το εύρος και το βάθος των αλλαγών στην καθημερινότητα ατόμων, οικογενειών, κοινοτήτων είναι μεγάλο. Χρειάστηκε να αλλάξουν πολλές από τις γνώριμες καταστάσεις. Το σχολείο έγινε τηλεκπαίδευση, η εργασία- σε μεγάλο μέρος της- τηλεργασία, δραστηριότητες ψυχαγωγίας, κοινωνικές εκδηλώσεις, χόμπι, ασχολίες “πάγωσαν”. Αναμφίβολα, η περίοδος που βιώνουμε έχει αρκετές πρακτικές και συναισθηματικές δυσκολίες και είναι φυσικό να δημιουργούνται τα έντονα συναισθήματα που βιώνουμε, στην προσπάθεια προσαρμογής σε όλες αυτές τις συνθήκες.
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ
Παρά το γεγονός πως παραπάνω αναφέρθηκαν ορισμένα συναισθήματα που παρατηρούνται κατά την περίοδο αυτή, ο κάθε άνθρωπος αντιμετωπίζει τις καταστάσεις της ζωής τελείως διαφορετικά. Ως εκ τούτου, οι μαζικές συμβουλές και τα “tips” διαχείρισης, ενδέχεται να μην ταιριάζουν στις διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες. Συνεπώς, αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να εντοπίσουμε τι ενισχύει τη δική μας ψυχική ανθεκτικότητα, τι δρα αγχολυτικά για εμάς, τι μας βοηθά να παραμείνουμε λειτουργικοί ακόμη και μέσα σε μια περίοδο κρίσης. Μπορεί να είναι ένας περίπατος, η επικοινωνία με οικογένεια και φίλους, έστω και τηλεφωνικά ή διαδικτυακά, η επικοινωνία με κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας, εάν το αποζητούμε, τρόποι χαλάρωσης και αυτοφροντίδας που μας ταιριάζουν, ή απλά η ανακουφιστική, κάποιες φορές, έκφραση, αποδοχή, κατανόηση των δύσκολων συναισθημάτων μας, που προκύπτουν από την κατάσταση της πανδημίας.
Επίσης, είναι σημαντικό να εντοπίσουμε τι αποδυναμώνει την ψυχική μας ανθεκτικότητα κατά την περίοδο αυτή και εάν είναι εφικτό να το περιορίσουμε. Για παράδειγμα, εάν συνειδητοποιούμε πως η διαρκής ενημέρωση για τις εξελίξεις, μας εξουθενώνει ψυχικά και μας προκαλεί σύγχυση, μπορούμε να επιλέξουμε κάποιες πηγές ενημέρωσης που εμπιστευόμαστε και να ενημερωθούμε για όσο διάστημα κρίνουμε οι ίδιοι, κάνοντας ένα διάλειμμα, εάν νιώθουμε πως το έχουμε ανάγκη.
Η διατήρηση της επικοινωνίας πολλές φορές παρέχει ένα ισχυρό υποστηρικτικό δίκτυο ψυχικής προστασίας. Η έκφραση συναισθημάτων και ανησυχιών σε άτομα εμπιστοσύνης, οικογένεια, φίλους, γραμμές ψυχολογικής τηλεφωνικής υποστήριξης, ομάδες αλληλοβοήθειας, διαδικτυακές ομάδες υποστήριξης κ.ά., μπορεί να βοηθήσει σημαντικά τη διατήρηση της ψυχικής μας υγείας.
Ο άνθρωπος είναι φύσει κοινωνικό ον και έχει την ανάγκη “μοιράσματος” και επαφής. Ωστόσο, ο περιορισμός της φυσικής επαφής, ως μέτρο αποφυγής της διασποράς του ιού, δεν σημαίνει κατ΄ επέκταση και περιορισμό της κοινωνικής επαφής. Η ανάγκη της κοινωνικής σύνδεσης μοιάζει πιο έντονη από ποτέ.
Φυσική, λοιπόν, αλλά όχι κοινωνική απόσταση, ώσπου η καθημερινότητα σταδιακά να επιστρέψει στους γνώριμους ρυθμούς και η ζωή να προχωρήσει μπροστά.
Με εκτίμηση,
Εβίτα Γκάγκα